αὐρινός

αὐρινός
αὐρινός
of the morrow
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αυριανός — και αυρινός, ή, ό (AM αὐρινός, ή, όν) αυτός που ανήκει στο αύριο, στην επόμενη μέρα νεοελλ. 1. μελλοντικός, απώτερος 2. το θηλ. ως ουσ. η αυριανή (ενν. ημέρα) αύριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”